Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεκλανθάνομαι
διεκλύω
διεκμηρύομαι
διεκμυζάω
διεκνέομαι
διεκπαίω
διέκπαυσις
διεκπεραίνω
διεκπεραιόομαι
διεκπεράω
διεκπερδικίζω
διεκπηδάω
διεκπίπτω
διεκπλέκω
διεκπλέω
διέκπλοος
διεκπλώω
διεκπνέω
διεκπνοή
διεκπονέω
διεκπορεύομαι
View word page
διεκπερδικίζω
διεκ-περδῑκίζω,
A). = διαπερδικίζω , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεκπερδικίζω
Headword (normalized):
διεκπερδικίζω
Headword (normalized/stripped):
διεκπερδικιζω
IDX:
26516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26517
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεκ-περδῑκίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διαπερδικίζω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}