Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεκβόλιον
διεκδίδωμι
διεκδικέω
διεκδικητής
διεκδρομή
διεκδύομαι
διέκδυσις
διεκθέστερον
διεκθέω
διεκθρώσκω
διεκί
διεκκύπτω
διεκλαμβάνω
διεκλάμπω
διεκλανθάνομαι
διεκλύω
διεκμηρύομαι
διεκμυζάω
διεκνέομαι
διεκπαίω
διέκπαυσις
View word page
διεκί
διεκί, Thess.,
A). = διότι , IG 9(2).517.11 (Larisa), 1229.36 (Phalanna).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεκί
Headword (normalized):
διεκί
Headword (normalized/stripped):
διεκι
IDX:
26502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26503
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεκί</span>, Thess., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διότι</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(2).517.11 </span> (Larisa), <span class="bibl"> 1229.36 </span> (Phalanna).</div> </div><br><br>'}