Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεκβάλλω
διεκβλητέον
διεκβολή
διεκβόλιον
διεκδίδωμι
διεκδικέω
διεκδικητής
διεκδρομή
διεκδύομαι
διέκδυσις
διεκθέστερον
διεκθέω
διεκθρώσκω
διεκί
διεκκύπτω
διεκλαμβάνω
διεκλάμπω
διεκλανθάνομαι
διεκλύω
διεκμηρύομαι
διεκμυζάω
View word page
διεκθέστερον
διεκ-θέστερον· ἀκριβέστερον, Hsch.; cf. διεκτελέστερον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεκθέστερον
Headword (normalized):
διεκθέστερον
Headword (normalized/stripped):
διεκθεστερον
IDX:
26499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26500
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεκ-θέστερον·</span> <span class="foreign greek">ἀκριβέστερον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">διεκτελέστερον.</span> </div><br><br>'}