Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διείσδυσις
διεισέρχομαι
διέκ
διεκβαίνω
διεκβάλλω
διεκβλητέον
διεκβολή
διεκβόλιον
διεκδίδωμι
διεκδικέω
διεκδικητής
διεκδρομή
διεκδύομαι
διέκδυσις
διεκθέστερον
διεκθέω
διεκθρώσκω
διεκί
διεκκύπτω
διεκλαμβάνω
διεκλάμπω
View word page
διεκδικητής
διεκ-δῐκητής
,
οῦ
,
ὁ
, = Lat.
A).
defensor,
ib.
10.11.8.7a
(pl.).
ShortDef
defensor
Debugging
Headword:
διεκδικητής
Headword (normalized):
διεκδικητής
Headword (normalized/stripped):
διεκδικητης
IDX:
26495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26496
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεκ-δῐκητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">defensor,</span> ib. <span class="bibl"> 10.11.8.7a </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}