Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διείς
διεισδύνω
διείσδυσις
διεισέρχομαι
διέκ
διεκβαίνω
διεκβάλλω
διεκβλητέον
διεκβολή
διεκβόλιον
διεκδίδωμι
διεκδικέω
διεκδικητής
διεκδρομή
διεκδύομαι
διέκδυσις
διεκθέστερον
διεκθέω
διεκθρώσκω
διεκί
διεκκύπτω
View word page
διεκδίδωμι
διεκ-δίδωμι,
A). = διαδίδωμι , ibid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεκδίδωμι
Headword (normalized):
διεκδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
διεκδιδωμι
IDX:
26493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26494
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεκ-δίδωμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διαδίδωμι</span> , ibid.</div> </div><br><br>'}