διεκβάλλω
διεκ-βάλλω,
3). pay through a bank, BGU 1200.23 ( Pass., i B. C.).
2). of rivers, boundaries, etc., δ. τὰ ὅρια εἰς .. Jo. 15.8 ; ὁ Εὐφράτης δ. διὰ τοῦ Ταύρου ; 16.1.13 δ. εἰς νότον καὶ βορρᾶ<ν> PLond. 2.154.9 (i A. D.).