Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διειλημμένως
διειλοκομπάσας
διειλύομαι
δίειμι
δίειξις
διεῖπον
διειργασμένως
διείργω
διείρηκα
διείρομαι
δίειρον
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διείς
διεισδύνω
διείσδυσις
διεισέρχομαι
διέκ
διεκβαίνω
διεκβάλλω
View word page
δίειρον
δίειρον, τό, dub. sens. in PFay. 117.21 (ii A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίειρον
Headword (normalized):
δίειρον
Headword (normalized/stripped):
διειρον
IDX:
26479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26480
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίειρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFay.</span> 117.21 </span> (ii A. D.).</div><br><br>'}