Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
διειλέω
διειλημμένως
διειλοκομπάσας
διειλύομαι
δίειμι
δίειξις
διεῖπον
διειργασμένως
διείργω
διείρηκα
διείρομαι
δίειρον
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διείς
διεισδύνω
διείσδυσις
View word page
διειργασμένως
διειργασμένως, Adv.
A). elaborately, Men.Rh. p.387S.


ShortDef

elaborately

Debugging

Headword:
διειργασμένως
Headword (normalized):
διειργασμένως
Headword (normalized/stripped):
διειργασμενως
IDX:
26475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26476
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διειργασμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">elaborately,</span> Men.Rh.<span class="bibl"> p.387S. </span> </div> </div><br><br>'}