Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεδρεία
διέδριον
δίεδρος
διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
διειλέω
διειλημμένως
διειλοκομπάσας
διειλύομαι
δίειμι
δίειξις
διεῖπον
διειργασμένως
διείργω
διείρηκα
διείρομαι
δίειρον
διειρύω
View word page
διειλοκομπάσας
διειλοκομπάσας· σκιᾷ καὶ κόμπῳ ἐξαπατήσας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διειλοκομπάσας
Headword (normalized):
διειλοκομπάσας
Headword (normalized/stripped):
διειλοκομπασας
IDX:
26470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διειλοκομπάσας·</span> <span class="foreign greek">σκιᾷ καὶ κόμπῳ ἐξαπατήσας,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}