Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεγγύα
διεγγυάω
διεγγύημα
διεγγύησις
διεγείρω
διέγερσις
διεγερτέον
διεγερτικός
διεγκόπτω
διέδεξε
διέδην
διεδρεία
διέδριον
δίεδρος
διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
διειλέω
διειλημμένως
View word page
διέδην
διέδην, Adv.,(διΐημι)
A). throughout, to the end, Hsch.


ShortDef

throughout, to the end

Debugging

Headword:
διέδην
Headword (normalized):
διέδην
Headword (normalized/stripped):
διεδην
IDX:
26459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26460
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διέδην</span>, Adv.,(<span class="etym greek">διΐημι</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">throughout, to the end,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}