Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διεγγελάω
διεγγύα
διεγγυάω
διεγγύημα
διεγγύησις
διεγείρω
διέγερσις
διεγερτέον
διεγερτικός
διεγκόπτω
διέδεξε
διέδην
διεδρεία
διέδριον
δίεδρος
διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
διειλέω
View word page
διέδεξε
διέδεξε,
A). v. διαδείκνυμι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέδεξε
Headword (normalized):
διέδεξε
Headword (normalized/stripped):
διεδεξε
IDX:
26458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26459
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διέδεξε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διαδείκνυμι.</span> </div> </div><br><br>'}