Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δῖε
διεγγελάω
διεγγύα
διεγγυάω
διεγγύημα
διεγγύησις
διεγείρω
διέγερσις
διεγερτέον
διεγερτικός
διεγκόπτω
διέδεξε
διέδην
διεδρεία
διέδριον
δίεδρος
διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
View word page
διεγκόπτω
διεγκόπτω
, strengthd. for
ἐγκόπτω,
Stob.
1.36.2
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διεγκόπτω
Headword (normalized):
διεγκόπτω
Headword (normalized/stripped):
διεγκοπτω
IDX:
26457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26458
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεγκόπτω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἐγκόπτω,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.36.2 </span>.</div><br><br>'}