διεγγυάω
διεγγυ-άω,
I). give bail to produce, σώματα :— Med., 7.12 to take bail for, κατεγγυῶντος ( v.l. δι- ) Μενεξένου τὸν παῖδα, Πασίων αὐτὸν ἑπτὰ ταλάντων διεγγυήσατο , cf. 17.14 Caes. 11 :— Pass., to be bailed by any one, ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι bailed by their Proxeni for eight hundred talents, . 3.70
2). give security, SIG 976.49 (Samos, ii B. C.).
II). take pledges, distrain, ib. 629.20 (ii B. C.).