Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διδυμόστροφος
διδυμότης
διδυμοτοκέω
διδυμοτοκία
διδυμοτόκος
διδυμόχροος
Διδυμών
δίδυξ
δίδωμι
δῖε
διεγγελάω
διεγγύα
διεγγυάω
διεγγύημα
διεγγύησις
διεγείρω
διέγερσις
διεγερτέον
διεγερτικός
διεγκόπτω
διέδεξε
View word page
διεγγελάω
διεγγελάω,
A). gloss on γλοιάζω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεγγελάω
Headword (normalized):
διεγγελάω
Headword (normalized/stripped):
διεγγελαω
IDX:
26448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26449
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεγγελάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">γλοιάζω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}