Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διδυμόθροος
διδυμόκτυπος
δίδυμος
διδυμόστροφος
διδυμότης
διδυμοτοκέω
διδυμοτοκία
διδυμοτόκος
διδυμόχροος
Διδυμών
δίδυξ
δίδωμι
δῖε
διεγγελάω
διεγγύα
διεγγυάω
διεγγύημα
διεγγύησις
διεγείρω
διέγερσις
διεγερτέον
View word page
δίδυξ
δίδυξ (leg. δοῖδυξ)· τὸ τριβήδιν (leg. τριβίδιον) τοῦ ὁλμ[ί]ου, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίδυξ
Headword (normalized):
δίδυξ
Headword (normalized/stripped):
διδυξ
IDX:
26445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26446
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίδυξ</span> (leg. <span class="foreign greek">δοῖδυξ</span>)<span class="foreign greek">· τὸ τριβήδιν</span> (leg. <span class="foreign greek">τριβίδιον</span>)<span class="foreign greek"> τοῦ ὁλμ[ί]ου,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}