Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διδύμη
διδυμητοκέω
διδυμητόκος
διδύμια
διδύμιος
δίδυμνος
διδυμογενής
διδυμόγονος
διδυμόζυγος
διδύμοζυξ
διδυμόθροος
διδυμόκτυπος
δίδυμος
διδυμόστροφος
διδυμότης
διδυμοτοκέω
διδυμοτοκία
διδυμοτόκος
διδυμόχροος
Διδυμών
δίδυξ
View word page
διδυμόθροος
δῐδῠμό-θροος, ον,
A). double-voiced, αὐλός ib. 10.234 , al.


ShortDef

double-voiced

Debugging

Headword:
διδυμόθροος
Headword (normalized):
διδυμόθροος
Headword (normalized/stripped):
διδυμοθροος
IDX:
26435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26436
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐδῠμό-θροος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">double-voiced,</span> <span class="foreign greek">αὐλός</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:10:234" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:10.234/canonical-url/"> 10.234 </a>, al.</div> </div><br><br>'}