Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διδυμαγενεῖς
διδυμαῖον
Διδυμαῖος
διδυμάνωρ
διδυμάων
διδυμεύω
διδύμη
διδυμητοκέω
διδυμητόκος
διδύμια
διδύμιος
δίδυμνος
διδυμογενής
διδυμόγονος
διδυμόζυγος
διδύμοζυξ
διδυμόθροος
διδυμόκτυπος
δίδυμος
διδυμόστροφος
διδυμότης
View word page
διδύμιος
δῐδύμιος
[
ῠ],
A).
=
δίδυμος
,
Sammelb.
1068
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διδύμιος
Headword (normalized):
διδύμιος
Headword (normalized/stripped):
διδυμιος
IDX:
26429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26430
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐδύμιος</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δίδυμος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 1068 </span>.</div> </div><br><br>'}