Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διδραχμία
διδραχμιαῖος
δίδραχμος
διδυμαγενεῖς
διδυμαῖον
Διδυμαῖος
διδυμάνωρ
διδυμάων
διδυμεύω
διδύμη
διδυμητοκέω
διδυμητόκος
διδύμια
διδύμιος
δίδυμνος
διδυμογενής
διδυμόγονος
διδυμόζυγος
διδύμοζυξ
διδυμόθροος
διδυμόκτυπος
View word page
διδυμητοκέω
δῐδῠμη-τοκέω,
A). bear twins, Scymn. 379 .


ShortDef

bear twins

Debugging

Headword:
διδυμητοκέω
Headword (normalized):
διδυμητοκέω
Headword (normalized/stripped):
διδυμητοκεω
IDX:
26426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26427
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐδῠμη-τοκέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bear twins,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0068.tlg001:379" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0068.tlg001:379/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Scymn.</span> 379 </a>.</div> </div><br><br>'}