διδαχή
δῐδᾰχή, ἡ,
A). teaching, , 33 , 1.120 R. 536d ; ἐκ διδαχῆς λέγειν ; 3.134 δ. ποιεῖσθαι .—Poet. only late, 4.126 . 89
2). military regulations or discipline, τοὐναντίον αὐτῶν τῆς στρατιωτικῆς δ. πεποιηκότων BGU 140.16 (ii A. D.).
II). = διδασκαλία 11.2 , IG 14.2124 .