διδασκαλεῖον
δῐδασκᾰλ-εῖον, τό,
A). teaching-place, school, [ ] Fr. 1120.3 , , 6.11 , prob. in 7.29 Lg. 764c ; εἰς τὸ δ. ἰέναι ; 1.9 τὰ παιδία τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Eux. 22 ; τὰ δ. τῶν ῥητορικῶν Fr. 50 ; τὸ Σωκρατικὸν δ. Dem. 2 .
II). in pl., = δίδακτρα , Ps.- Vit.Hom. 26 .