Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίγνωμος
διγνώμων
διγομία
διγόνατος
διγονέω
διγονία
δίγονος
δίγυιος
διγωνία
δίδαγμα
διδαγμοσύνη
διδακτέον
διδακτήρ
διδακτήριος
διδακτικός
διδακτός
δίδακτρα
διδακτυλιαῖος
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
View word page
διδαγμοσύνη
δῐδαγμοσύνη, ,
A). = διδασκαλία , Doroth. ap. Heph.Astr. 2.19 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διδαγμοσύνη
Headword (normalized):
διδαγμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
διδαγμοσυνη
IDX:
26397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26398
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐδαγμοσύνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διδασκαλία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Doroth.</span> </span> ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2043.tlg001:2:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2043.tlg001:2.19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Heph.Astr.</span> 2.19 </a>.</div> </div><br><br>'}