Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίβροχος
δίγαμμα
δίγαμος
διγενής
δίγηρες
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγνωμος
διγνώμων
διγομία
διγόνατος
διγονέω
διγονία
δίγονος
δίγυιος
διγωνία
δίδαγμα
διδαγμοσύνη
διδακτέον
διδακτήρ
διδακτήριος
View word page
διγόνατος
δι-γόνᾰτος, ον,
A). with two joints, κλωνία Dsc. 4.189 .


ShortDef

with two joints

Debugging

Headword:
διγόνατος
Headword (normalized):
διγόνατος
Headword (normalized/stripped):
διγονατος
IDX:
26390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26391
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-γόνᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with two joints,</span> <span class="quote greek">κλωνία</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.189 </span> .</div> </div><br><br>'}