Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διβόλητρος
διβολία
δίβολος
δίβος
δίβουλος
δίβραχυς
δίβροχος
δίγαμμα
δίγαμος
διγενής
δίγηρες
δίγληνος
δίγλωσσος
δίγνωμος
διγνώμων
διγομία
διγόνατος
διγονέω
διγονία
δίγονος
δίγυιος
View word page
δίγηρες
δίγηρες· στρουθοί, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίγηρες
Headword (normalized):
δίγηρες
Headword (normalized/stripped):
διγηρες
IDX:
26384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26385
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίγηρες·</span> <span class="foreign greek">στρουθοί,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}