δίγαμμα
δίγαμμα, τό, indecl., Inst. 1.12 , Donat.ad Ter. Andr. 173 : —also δίγαμμος
A). littera, , cf. 163 645 , and δίγαμμον (sc. στοιχεῖον) Inst. 1.4.7 , Prob.ad Verg. G. 1.70 :—digamma, Pass. 11 ; δ. Αἰολικόν Pron. 76.32 ,al.; described, though not named, by : 1.20 ὥσπερ γάμμα διτταῖς ἐπὶ μίαν ὀρθὴν ἐπιζευγνύμενον ταῖς πλαγίοις, ὡς φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ.