Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάψυξις
διαψύχω
διάω
διβάλανα
δίβαμος
δίβαν
διβαφής
δίβαφος
διβολέω
διβολητός
διβόλητρος
διβολία
δίβολος
δίβος
δίβουλος
δίβραχυς
δίβροχος
δίγαμμα
δίγαμος
διγενής
δίγηρες
View word page
διβόλητρος
δῐβόλ-ητρος, , = foreg., PFay. 112.4 (i A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διβόλητρος
Headword (normalized):
διβόλητρος
Headword (normalized/stripped):
διβολητρος
IDX:
26374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26375
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐβόλ-ητρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFay.</span> 112.4 </span> (i A. D.).</div><br><br>'}