Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάψιλος
διαψοφέω
διάψυγμα
διαψυκτικός
διάψυξις
διαψύχω
διάω
διβάλανα
δίβαμος
δίβαν
διβαφής
δίβαφος
διβολέω
διβολητός
διβόλητρος
διβολία
δίβολος
δίβος
δίβουλος
δίβραχυς
δίβροχος
View word page
διβαφής
διβᾰφ-ής, ές, = sq., Sm., Thd. Ex. 25.4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διβαφής
Headword (normalized):
διβαφής
Headword (normalized/stripped):
διβαφης
IDX:
26370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26371
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διβᾰφ-ής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ex.</span> 25.4 </span>.</div><br><br>'}