Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαψιθυρίζω
διάψιλος
διαψοφέω
διάψυγμα
διαψυκτικός
διάψυξις
διαψύχω
διάω
διβάλανα
δίβαμος
δίβαν
διβαφής
δίβαφος
διβολέω
διβολητός
διβόλητρος
διβολία
δίβολος
δίβος
δίβουλος
δίβραχυς
View word page
δίβαν
δίβαν· ὄφιν (Cret.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίβαν
Headword (normalized):
δίβαν
Headword (normalized/stripped):
διβαν
IDX:
26369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26370
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίβαν·</span> <span class="foreign greek">ὄφιν</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}