Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διάψιλος
διαψοφέω
διάψυγμα
διαψυκτικός
διάψυξις
διαψύχω
διάω
διβάλανα
δίβαμος
δίβαν
διβαφής
δίβαφος
διβολέω
διβολητός
διβόλητρος
διβολία
δίβολος
δίβος
View word page
διβάλανα
διβάλανα· κάρυα Ποντικά, Hsch. (διαβ- cod.). δίβαλον· μέλι καὶ μελίκρατον, Id.(διαβ- cod.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διβάλανα
Headword (normalized):
διβάλανα
Headword (normalized/stripped):
διβαλανα
IDX:
26367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26368
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διβάλανα·</span> <span class="foreign greek">κάρυα Ποντικά,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">διαβ-</span> cod.). <span class="orth greek">δίβαλον·</span> <span class="foreign greek">μέλι καὶ μελίκρατον,</span> Id.(<span class="foreign greek">διαβ-</span> cod.).</div><br><br>'}