Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαψηφιστός
διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διάψιλος
διαψοφέω
διάψυγμα
διαψυκτικός
διάψυξις
διαψύχω
διάω
διβάλανα
δίβαμος
δίβαν
διβαφής
δίβαφος
διβολέω
διβολητός
διβόλητρος
διβολία
δίβολος
View word page
διάω
διάω,
A). v. διάημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάω
Headword (normalized):
διάω
Headword (normalized/stripped):
διαω
IDX:
26366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26367
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διάημι.</span> </div> </div><br><br>'}