Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψηφιστής
διαψηφιστός
διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διάψιλος
διαψοφέω
διάψυγμα
διαψυκτικός
διάψυξις
διαψύχω
διάω
διβάλανα
δίβαμος
δίβαν
διβαφής
δίβαφος
διβολέω
View word page
διάψυγμα
διά-ψυγμα
,
ατος
,
τό
,
A).
dry,
i.e.
unfruitful land
,
BGU
277 ii 5
(ii A. D.).
ShortDef
dry
Debugging
Headword:
διάψυγμα
Headword (normalized):
διάψυγμα
Headword (normalized/stripped):
διαψυγμα
IDX:
26362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26363
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διά-ψυγμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dry,</span> i.e. <span class="tr" style="font-weight: bold;">unfruitful land</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 277 ii 5 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}