Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψηφιστής
διαψηφιστός
διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διάψιλος
διαψοφέω
διάψυγμα
διαψυκτικός
διάψυξις
διαψύχω
διάω
διβάλανα
δίβαμος
δίβαν
διβαφής
δίβαφος
View word page
διαψοφέω
διαψοφέω,
A). = παραψοφέω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαψοφέω
Headword (normalized):
διαψοφέω
Headword (normalized/stripped):
διαψοφεω
IDX:
26361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26362
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαψοφέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παραψοφέω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}