Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάψευσις
διάψευσμα
διαψευστῶς
διαψηλαφάω
διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψηφιστής
διαψηφιστός
διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
διαψιθυρίζω
διάψιλος
διαψοφέω
διάψυγμα
διαψυκτικός
διάψυξις
διαψύχω
διάω
διβάλανα
View word page
διαψηφοφορέομαι
διαψηφοφορέομαι, of candidates for office,
A). to be submitted to a ballot, Ath.Mitt. 32.294 (Pergam.).


ShortDef

to be submitted to a ballot

Debugging

Headword:
διαψηφοφορέομαι
Headword (normalized):
διαψηφοφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαψηφοφορεομαι
IDX:
26357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26358
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαψηφοφορέομαι</span>, of candidates for office, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be submitted to a ballot,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ath.Mitt.</span> 32.294 </span> (Pergam.).</div> </div><br><br>'}