Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαψαλίζω
διαψάλλω
διάψαλμα
διαψαμμόω
διαψαύω
διαψάω
διαψέγω
διαψεύδω
διάψευσις
διάψευσμα
διαψευστῶς
διαψηλαφάω
διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψηφιστής
διαψηφιστός
διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
διαψιθυρίζω
View word page
διαψευστῶς
δια-ψευστῶς
, Adv.
A).
with fraudulent purpose,
Stob.
2.7.11m
.
ShortDef
with fraudulent purpose
Debugging
Headword:
διαψευστῶς
Headword (normalized):
διαψευστῶς
Headword (normalized/stripped):
διαψευστως
IDX:
26349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26350
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-ψευστῶς</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with fraudulent purpose,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 2.7.11m </span>.</div> </div><br><br>'}