Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαψαλάττομαι
διαψαλίζω
διαψάλλω
διάψαλμα
διαψαμμόω
διαψαύω
διαψάω
διαψέγω
διαψεύδω
διάψευσις
διάψευσμα
διαψευστῶς
διαψηλαφάω
διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψηφιστής
διαψηφιστός
διαψηφοφορέομαι
διαψήχω
View word page
διάψευσμα
διά-ψευσμα, ατος, τό,
A). falsehood, Aq. Ps. 61(62).5 .


ShortDef

falsehood

Debugging

Headword:
διάψευσμα
Headword (normalized):
διάψευσμα
Headword (normalized/stripped):
διαψευσμα
IDX:
26348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26349
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διά-ψευσμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">falsehood,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 61(62).5 </span>.</div> </div><br><br>'}