Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαψαίρω
διαψαλάττομαι
διαψαλίζω
διαψάλλω
διάψαλμα
διαψαμμόω
διαψαύω
διαψάω
διαψέγω
διαψεύδω
διάψευσις
διάψευσμα
διαψευστῶς
διαψηλαφάω
διαψηλαφητέον
διαψηφίζω
διαψήφισις
διαψηφισμός
διαψηφιστής
διαψηφιστός
διαψηφοφορέομαι
View word page
διάψευσις
διά-ψευσις, εως, ,
A). deceit, Stob. 2.7.111 .


ShortDef

deceit

Debugging

Headword:
διάψευσις
Headword (normalized):
διάψευσις
Headword (normalized/stripped):
διαψευσις
IDX:
26347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26348
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διά-ψευσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deceit,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 2.7.111 </span>.</div> </div><br><br>'}