Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαχωλεύω
διάχωμα
διαχωρέω
διαχώρημα
διαχώρησις
διαχωρητικός
διαχωρίζω
διαχώρισις
διαχώρισμα
διαχωρισμός
διαχωριστέον
διαχωριστής
διάχωροι
διάχωσις
διαψαθάλλω
διαψαίρω
διαψαλάττομαι
διαψαλίζω
διαψάλλω
διάψαλμα
διαψαμμόω
View word page
διαχωριστέον
διαχωρ-ιστέον,
A). gloss on διοριστέον , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαχωριστέον
Headword (normalized):
διαχωριστέον
Headword (normalized/stripped):
διαχωριστεον
IDX:
26332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26333
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχωρ-ιστέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">διοριστέον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}