Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαχυτλάζω
διάχυτον
διαχωλεύω
διάχωμα
διαχωρέω
διαχώρημα
διαχώρησις
διαχωρητικός
διαχωρίζω
διαχώρισις
διαχώρισμα
διαχωρισμός
διαχωριστέον
διαχωριστής
διάχωροι
διάχωσις
διαψαθάλλω
διαψαίρω
διαψαλάττομαι
διαψαλίζω
διαψάλλω
View word page
διαχώρισμα
διαχώρ-ισμα
,
ατος
,
τό
,
A).
cleft, division,
Luc.
VH
2.43
.
ShortDef
a cleft, division
Debugging
Headword:
διαχώρισμα
Headword (normalized):
διαχώρισμα
Headword (normalized/stripped):
διαχωρισμα
IDX:
26330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26331
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχώρ-ισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cleft, division,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VH</span> 2.43 </span>.</div> </div><br><br>'}