Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαχρίω
διαχρόν
διάχρυσος
διάχυλος
διαχυλόομαι
διάχυμα
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
διάχυτον
διαχωλεύω
διάχωμα
διαχωρέω
διαχώρημα
διαχώρησις
διαχωρητικός
διαχωρίζω
διαχώρισις
διαχώρισμα
διαχωρισμός
διαχωριστέον
View word page
διαχωλεύω
διαχωλεύω,
A). limp, Hsch.


ShortDef

limp

Debugging

Headword:
διαχωλεύω
Headword (normalized):
διαχωλεύω
Headword (normalized/stripped):
διαχωλευω
IDX:
26322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26323
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχωλεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">limp,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}