Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διαχρόν
διάχρυσος
διάχυλος
διαχυλόομαι
διάχυμα
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
διάχυτον
διαχωλεύω
διάχωμα
διαχωρέω
διαχώρημα
διαχώρησις
διαχωρητικός
διαχωρίζω
διαχώρισις
διαχώρισμα
View word page
διαχυτλάζω
διαχυτλάζω,
A). besprinkle, Hsch.


ShortDef

besprinkle

Debugging

Headword:
διαχυτλάζω
Headword (normalized):
διαχυτλάζω
Headword (normalized/stripped):
διαχυτλαζω
IDX:
26320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26321
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχυτλάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">besprinkle,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}