Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάχρηστος
διάχρισις
διάχρισμα
διαχρισμός
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διαχρόν
διάχρυσος
διάχυλος
διαχυλόομαι
διάχυμα
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
διάχυτον
διαχωλεύω
διάχωμα
διαχωρέω
διαχώρημα
διαχώρησις
View word page
διαχυλόομαι
διαχῡλ-όομαι,
A). to be made into a syrup, σεμίδαλις -κεχυλωμένη ὕδατι Hippiatr. 32 .


ShortDef

to be made into a syrup

Debugging

Headword:
διαχυλόομαι
Headword (normalized):
διαχυλόομαι
Headword (normalized/stripped):
διαχυλοομαι
IDX:
26316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26317
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχῡλ-όομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be made into a syrup,</span> <span class="quote greek">σεμίδαλις -κεχυλωμένη ὕδατι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 32 </span> .</div> </div><br><br>'}