Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διαχρέομαι
διάχρηστος
διάχρισις
διάχρισμα
διαχρισμός
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διαχρόν
διάχρυσος
διάχυλος
διαχυλόομαι
διάχυμα
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
διάχυτον
διαχωλεύω
διάχωμα
View word page
διαχρόν
διαχρόν· χλιαρόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαχρόν
Headword (normalized):
διαχρόν
Headword (normalized/stripped):
διαχρον
IDX:
26313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26314
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχρόν·</span> <span class="foreign greek">χλιαρόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}