Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διαχρέομαι
διάχρηστος
διάχρισις
διάχρισμα
διαχρισμός
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διαχρόν
διάχρυσος
διάχυλος
διαχυλόομαι
διάχυμα
διάχυσις
διαχυτικός
διαχυτλάζω
View word page
διαχριστέον
δια-χριστέον,
A). one must anoint, Sor. 2.16 .


ShortDef

one must anoint

Debugging

Headword:
διαχριστέον
Headword (normalized):
διαχριστέον
Headword (normalized/stripped):
διαχριστεον
IDX:
26310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26311
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-χριστέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must anoint,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:2:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:2.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 2.16 </a>.</div> </div><br><br>'}