Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαχλαινόω
διαχλευάζω
διαχλιαίνω
διαχλίδω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διαχρέομαι
διάχρηστος
διάχρισις
διάχρισμα
διαχρισμός
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διαχρόν
διάχρυσος
διάχυλος
διαχυλόομαι
View word page
διάχρηστος
διάχρηστος, ον, dub. in Hsch.
A). s.v. λαβροστομία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάχρηστος
Headword (normalized):
διάχρηστος
Headword (normalized/stripped):
διαχρηστος
IDX:
26306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26307
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάχρηστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">λαβροστομία.</span> </div> </div><br><br>'}