Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαχέω
διαχλαινόω
διαχλευάζω
διαχλιαίνω
διαχλίδω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διαχρέομαι
διάχρηστος
διάχρισις
διάχρισμα
διαχρισμός
διαχριστέον
διάχριστος
διαχρίω
διαχρόν
διάχρυσος
διάχυλος
View word page
διαχρέομαι
διαχρέομαι, subj. διαχρέωμαι, lon. for διαχράομαι (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαχρέομαι
Headword (normalized):
διαχρέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαχρεομαι
IDX:
26305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26306
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχρέομαι</span>, subj. <span class="orth greek">διαχρέωμαι</span>, lon. for <span class="foreign greek">διαχράομαι</span> (q. v.).</div><br><br>'}