Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλαινόω
διαχλευάζω
διαχλιαίνω
διαχλίδω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διαχρέομαι
διάχρηστος
διάχρισις
διάχρισμα
διαχρισμός
διαχριστέον
διάχριστος
View word page
διάχολος
διάχολος
,
ον
,
A).
bilious,
Hp.
Hebd.
in
Hermes
46.439
.
ShortDef
bilious
Debugging
Headword:
διάχολος
Headword (normalized):
διάχολος
Headword (normalized/stripped):
διαχολος
IDX:
26301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26302
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάχολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bilious,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hebd.</span> </span> in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hermes</span> 46.439 </span>.</div> </div><br><br>'}