Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλαινόω
διαχλευάζω
διαχλιαίνω
διαχλίδω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διαχρέομαι
διάχρηστος
διάχρισις
διάχρισμα
διαχρισμός
View word page
διαχλίδω
*διαχλίδω,
A). = θρύπτομαι , only pf. part. διακεχλῐδώς Archipp. 45 ( -οιδώς Hsch. ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαχλίδω
Headword (normalized):
διαχλίδω
Headword (normalized/stripped):
διαχλιδω
IDX:
26299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26300
Key:

Data

{'content': '<div class="entry">*<span class="orth greek">διαχλίδω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">θρύπτομαι</span> , only pf. part. <span class="quote greek">διακεχλῐδώς</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0417.tlg001:45" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0417.tlg001:45/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Archipp.</span> 45 </a> ( <span class="quote greek">-οιδώς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> ).</div> </div><br><br>'}