Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλαινόω
διαχλευάζω
διαχλιαίνω
διαχλίδω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διαχρέομαι
διάχρηστος
διάχρισις
διάχρισμα
View word page
διαχλιαίνω
διαχλῐαίνω,
A). v.l. for χλιαίνω , Hp. Mul. 2.208 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαχλιαίνω
Headword (normalized):
διαχλιαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαχλιαινω
IDX:
26298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26299
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχλῐαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">χλιαίνω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg036:2:208" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg036:2.208/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mul.</span> 2.208 </a>.</div> </div><br><br>'}