Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαχειρέω
διαχείρησις
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλαινόω
διαχλευάζω
διαχλιαίνω
διαχλίδω
διάχλωρος
διάχολος
διαχόω
διαχράομαι
διαχρέμπτομαι
διαχρέομαι
διάχρηστος
View word page
διαχλαινόω
διαχλαινόω, strengthd. for
A). χλαινόω, τινά τινι Nonn. D. 2.166 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαχλαινόω
Headword (normalized):
διαχλαινόω
Headword (normalized/stripped):
διαχλαινοω
IDX:
26296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26297
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχλαινόω</span>, strengthd. for <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">χλαινόω, τινά τινι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:2:166" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:2.166/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nonn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">D.</span> 2.166 </a> .</div> </div><br><br>'}