Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαχαράσσω
διαχαρίζομαι
διαχάσκω
διαχεθῆ
διαχειμάζω
διαχειρέω
διαχείρησις
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλαινόω
διαχλευάζω
διαχλιαίνω
διαχλίδω
διάχλωρος
διάχολος
View word page
διαχειριστικόν
διαχειρ-ιστικόν, τό,
A). commission paid for handling grain, PLond.ined. 2093 (iii B. C.).


ShortDef

commission paid for handling

Debugging

Headword:
διαχειριστικόν
Headword (normalized):
διαχειριστικόν
Headword (normalized/stripped):
διαχειριστικον
IDX:
26291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26292
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχειρ-ιστικόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">commission paid for handling</span> grain, <span class="tr" style="font-weight: bold;">PLond.ined.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg006.perseus-grc1:2093" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg006.perseus-grc1:2093/canonical-url/"> 2093 </a> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}