Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαχάραξις
διαχαράσσω
διαχαρίζομαι
διαχάσκω
διαχεθῆ
διαχειμάζω
διαχειρέω
διαχείρησις
διαχειρίζω
διαχείρισις
διαχειρισμός
διαχειριστικόν
διαχειροτονέω
διαχειροτονία
διαχείρως
διαχέω
διαχλαινόω
διαχλευάζω
διαχλιαίνω
διαχλίδω
διάχλωρος
View word page
διαχειρισμός
διαχειρ-ισμός, ,
A). manipulation, φαρμάκων Hp. Epid. 2.3.2 .


ShortDef

manipulation

Debugging

Headword:
διαχειρισμός
Headword (normalized):
διαχειρισμός
Headword (normalized/stripped):
διαχειρισμος
IDX:
26290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26291
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαχειρ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">manipulation,</span> <span class="quote greek">φαρμάκων</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg006.perseus-grc1:2:3:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg006.perseus-grc1:2:3:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Epid.</span> 2.3.2 </a> .</div> </div><br><br>'}